Τρίτη 4 Οκτωβρίου 2016

ΑΣΤΑΚΟΜΑΚΑΡΟΝΑΔΑ ... και όποιον πάρει ο χάρος !!!





 

Σπύρος Γιανναρᾶς*

                     Ἀστακομακαρονάδα
          (ἕνα σχόλιο στὴν ταινία τοῦ Γιώργου Λάνθιμου).

 

Η πρώτη αὐθόρμητη ἀντίδραση ἦταν ὁ θυμός. Ὅπως μὲ ὅλους ὅσοι σοῦ πουλᾶνε φτηνὸ ἐξυπνακισμό, μὲ τὸ πανομοιότυπο στὶς περιπτώσεις αὐτές, συνακόλουθο τουπὲ τοῦ ἀποικιοκράτη ποὺ πετάει στὰ μοῦτρα τῶν ἀκάτεχων (στὰ δικά του τυφλὰ ὄμματα) ἰθαγενῶν τὰ καθρεφτάκια του. Ἐν προκειμένῳ μία πανάκριβη παραγωγὴ μὲ τὸ ἀστραφτερὸ λοῦστρο τοῦ Χόλλυγουντ: Colin Farrell, Lea Seydoux, Rachel Weisz κ.λπ.

Μετὰ τὸν θυμό, σειρὰ εἶχε ἡ ἀνία. Ἡ ἀνία ποὺ σὲ κατακλύζει ὅταν ἀπὸ τὴν πρώτη κιόλας κουβέντα τοῦ ἄλλου, καθὼς διαπιστώνεις πὼς πίσω ἀπὸ τὴν ἐφετζίδικη πόζα, πίσω ἀπὸ τὸν στόμφο τοῦ κοίτα-τί-σοῦ-λέω-ἐγώ, χάσκει τὸ ἀπόλυτο κενό. Τὸ τίποτα. Ἡ ἀνία καὶ τὸ ἀφόρητο προαίσθημα ποὺ γρήγορα μετατρέπεται σὲ πανικό, γιὰ τὸ δύσφορο δίωρο ποὺ ἔχεις μπροστά σου, ἕνα δίωρο, ἐνοχλητικῆς ἀρχικά, προσβλητικῆς ἐν τέλει συρραφῆς εὐτελῶν διανοητικῶν ἀκκισμῶν, τάχα ἀλληγορικῶν σκηνῶν (δὲν διανοεῖται τί εἶναι ἀλληγορία) ποὺ ἐπιζητοῦν μονάχα τὴν πρόκληση καὶ τὸν ἐντυπωσιασμὸ τοῦ πόπολου, τῆς μάζας.

Epater la gallerie. Ἡ ἀσθένεια τῆς ἐποχῆς μας, αὐτὸς ὁ ἀγιάτρευτος καρκίνος ἐγκεφάλου τῆς τέχνης παρουσιάζει πλῆθος θλιβερῶν μεταστάσεων ὅταν παντρεύεται τὴν κακοφορμισμένη μειονεξία τοῦ ἐπαρχιώτη. Τοῦ ἡμιμαθοῦς ἐκείνου ἀρχοντοχωριάτη ποὺ πασχίζει ἀφενὸς νὰ κολακέψει τοὺς ξένους, ἐκείνους ποὺ τὰ κάνουν ἐξ ὁρισμοῦ ὅλα καλύτερα, (γιατί στὸ ταυτολογικὸ μυαλό του ὁ ξένος, δηλαδὴ ὁ Εὐρωπαῖος κι ὁ Ἀμερικανός, ἔχει ἀπόλυτη ἀξία ἁπλῶς καὶ μόνο ἐπειδὴ εἶναι Εὐρωπαῖος καὶ Ἀμερικανός). Τοὺς ξένους της ἑσπερίας, τὰ παιδικά του εἴδωλα, στοὺς ὁποίους ἐπιθυμεῖ ἀκόμα στὰ σαράντα του, νηπιοπρεπῶς νὰ μοιάσει. Ὁ ἐπαρχιώτης ποὺ θὰ ἦταν (καὶ εἶναι) πανευτυχὴς ὡς κακόμοιρος φτωχοσυγγενής. Ὁ δουλόφρων ἐκεῖνος ἐπαρχιώτης (ἀκριβῶς ἐπειδὴ ἡ ἐπιθυμία ἐντυπωσιασμοῦ μετατρέπει τὸν καλλιτέχνη σὲ δοῦλο τῆς εὐτέλειας, καθὼς ἀκυρώνει τὴν τέχνη χρησιμοποιώντας την ἐργαλειακά – δηλαδὴ εὐτελίζοντάς την – «γιὰ νά» ὑπηρετήσει κάτι ἄλλο, ἐν προκειμένῳ τὴν πιὸ ὠμὴ ἰδιοτέλεια τοῦ διψασμένου γιὰ ἀναγνώριση) μετατρέπεται σὲ δοκησίσοφο κήνσορα μόλις βρεθεῖ ἀπέναντι στοὺς δικούς του. Στὴν ἐπαρχία ποὺ βδελύσσεται γιατί τοῦ ὑπενθυμίζει τὴν ταπεινή – τόσα καταλαβαίνει – νεοελληνικὴ καταγωγή του ἀπ’ τὴν ὁποία εἶναι ἀδύνατον νὰ ἀποδεσμευτεῖ.

Epater la gallerie, λοιπὸν κι epater le bourgeois, ἀναλόγως τὸ περιβάλλον. Γιατί αὐτὴ εἶναι ἡ συνταγή. Ἡ ἐπιτυχημένη συνταγή. Καὶ γιατί τὴν ἴδια ἀναίδεια ἔχουν ἐπιδείξει πλεῖστοι ὅσοι ἐπιτυχημένοι καλλιτέχνες καὶ σκηνοθέτες, ὅπως ὁ ἀνεκδιήγητος Lars von Trier ποὺ ἔλουσε πλεῖστες ὅσες φορὲς τὸ ἐνθουσιῶδες κοινό του μὲ ἰδίας κοπῆς σκουπίδια, ὅπως τὶς ἐξοργιστικῆς μετριότητας ταινίες Δαμάζοντας τὰ κύματα, Ἀντίχριστος καὶ Dogville.

Ἡ ὁμοιότητα δὲν εἶναι τυχαία. Οἱ δυὸ σκηνοθέτες ἐπιδεικνύουν τὴν ἴδια βαθιὰ περιφρόνηση γιὰ τὸν θεατὴ καὶ τὴν ἴδια ἀκριβῶς διανοητικὴ καὶ πνευματικὴ ρηχότητα. Σπαταλοῦν ἕνα πανθομολογουμένως ὑπαρκτὸ ταλέντο μὲ τὸν κωλοπαιδαρισμὸ τοῦ δεκαεξάρη. Ἡ δραματικὴ στεγνότητα ὅμως τῆς πιὸ γυμνορρύπαρης ἐγκεφαλικότητας δὲν εἶναι μονάχα προϊὸν κωλοπαιδαρισμοῦ. Ἡ ἐγκεφαλικότητα, ποὺ εἰρήσθω ἐν παρόδῳ ἔχει καταστρέψει τὴν νεοελληνικὴ ποίηση, εἶναι τὸ τίμημα ποὺ ἀκολουθεῖ τὴν (παρεφθαρμένα) ρομαντικὴ δοξασία ὅτι τὸ ταλέντο εἶναι ἕνα εἶδος ἐπιφοίτησης τοῦ ἁγίου πνεύματος, τὸ ξόρκι τῆς νεράιδας ποὺ ἐπιτρέπει στὸν καλλιτέχνη νὰ μεγαλουργήσει χωρὶς κανένα ἐπιπλέον προαπαιτούμενο. Μ’ ἄλλα λόγια ἡ ἐγκεφαλικότητα εἶναι τὸ χαρακτηριστικὸ τοῦ ἡμιμαθοῦς, ποὺ τσαλαβουτάει στὴ ρηχὴ ἐπιφάνεια τῶν πραγμάτων, ὄντας ἀνίκανος νὰ ἀντιληφθεῖ τὴν παραμικρὴ ὑπαρξιακὴ ἀγωνία, δηλαδὴ τὴν ἀγωνία θανάτου πίσω ἀπὸ τὶς πράξεις καὶ τὰ λόγια τῶν ἀνθρώπων. Κι ἀκριβῶς ἐπειδὴ δὲν διαθέτει καμία ρωγμή, ἐπειδὴ δὲν κουβαλάει κανένα ἴχνος συντριπτικοῦ ψυχικοῦ κατάγματος, ἔχοντας κερδίσει τὴν ἐγωτικὴ αὐτάρκεια τῆς ἀενάως ἐκπληρούμενης κι αὐτοϊκανοποιούμενης ἡδονῆς ποὺ ζεῖ γιὰ τὸ στιγμιαῖο παρὸν καὶ τὴ λήθη τοῦ θανάτου, τοῦ εἶναι ἀδύνατον νὰ συμπάσχει, νὰ βγεῖ δηλαδὴ ἀπὸ τὸ ἐγώ του γιὰ νὰ συναντήσει τὸν ἄλλο· τοῦ εἶναι ἀδύνατο ὁποιασδήποτε μορφῆς ἑνοποιητικό «σύν». Εἶναι ὁ ρινόκερος τοῦ Ἰονέσκο, ὁ κοιλιόδουλος λωτοφάγος σύντροφος τοῦ Ὀδυσσέα, ποὺ θυσιάζει τὰ πάντα στὴν ἀπόλαυση τῆς στιγμῆς. Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν εἶναι καθόλου τυχαία ἡ ἕλξη ποὺ αἰσθάνεται ὁ Λάνθιμος γιὰ τὴν πανάρχαια ἀλληγορία τῆς μεταμόρφωσης τοῦ ἀνθρώπου σὲ ζῶο. Οὔτε καὶ τῶν Λάνθιμου καὶ Trier γιὰ τὴν κτηνώδη βία καὶ τὰ ἔνστικτα.

Ὅταν ἀφαιρεθεῖ τὸ νόημα ἀπὸ τὸν μυχὸ τῶν πραγμάτων, ὅταν ἀπολέσουν τὴν ἱερότητά τους, ἤτοι τὴν ἀπειρία τῶν ἐκφραστικῶν ἀντικατοπτρισμῶν τῆς ἐσωτερικῆς τους ἀλήθειας (κάτι σὰν τὸ λαμπύρισμα τῶν φαιοπράσινων φύλλων τῆς ἐλιᾶς κάτω ἀπ’ τὸν ἥλιο) τὴν ὁποία σύσσωμοι οἱ μεγάλοι πολιτισμοὶ στὴν ἱστο-

ρία τῆς ἀνθρωπότητας ὀνόμασαν Μυστήριο, μένεις μὲ τὸ ἄδειο καύκαλο τοῦ μονοσήμαντου σημαίνοντος/σημαινομένου στὰ χέρια. Παίζεις, ἐναλλάσσοντας τὶς φόρμες, τὶς μορφὲς καὶ τὶς λέξεις πάνω στὴν ἴδια ἐπίπεδη ἐπιφάνεια, ἐπιζητώντας μία ἐπιδέξια σύνθεση, ἱκανὴ νὰ τραβήξει τὸ βαριεστημένο μάτι. Παίζεις μὲ τὶς παραλλαγὲς τοῦ τετριμμένου, καταλήγοντας ἀναγκαστικὰ στὴν ἐπιτήδευση, δηλαδὴ στὸν αἰσθητισμό (esthιtisme de l’esthθte), στὴν ἀνακύκλωση τῆς κενότητας τοῦ «τέχνη γιὰ τὴν τέχνη», κι

ἐν τέλει στὴν ἀνακύκλωση τοῦ τετριμμένου, δηλαδὴ τοῦ ἀπορρίμματος. Ἡ τέχνη ὑποβιβάζεται (τόσο ποὺ ἀναιρεῖται) στὸ ἐπίπεδo τῆς (κούφιας) αἰσθητικῆς, γίνεται στυλιζάρισμα (ἐξ οὗ καὶ ὁ ἔπαινος τοῦ ἀριστοτεχνικοῦ στυλίστα ποὺ συνοδεύει τοὺς δυὸ σκηνοθέτες). Ποὺ πάλι μὲ τὴ σειρά του ὁδηγεῖ ἀναπόδραστα στὸ κίτς· στὴν κενότητα μίας ἡδονικῆς μορφῆς ποὺ ἐξαντλεῖται στὸ περίβλημά της. Μ’ ἄλλα λόγια ὁ Ἀστακὸς μοιάζει μὲ προσπάθεια ἐπιβεβαίωσης τοῦ κουντερικοῦ ρηθέντος: «Πρὶν ξεχαστοῦμε, θὰ μεταμορφωθοῦμε σὲ κίτς». Κι ἐσὺ ὡς θεατὴς εἶσαι ἀναγκασμένος νὰ ὑποστεῖς τo ἠθελημένα διαστροφικὰ σκηνοθετημένο – εἴπαμε, pour epater la gallerie – (ὑπαρκτὸ ἢ ἀνύπαρκτο) βίτσιο τοῦ σκηνοθέτη. Τὴν πρόκληση γιὰ τὴν πρόκληση ως trade mark τοῦ σύγχρονου ἑλληνικοῦ κινηματογράφου. Ὅταν μία ταινία σὰν τὸ Dogville ἀναλώνεται στὴν αὐτιστικὴ ἐμφατικὴ ἐπανάληψη σκηνῶν ποὺ ὑπηρετοῦν μία παιδαριώδη μανιχαϊκὴ ἠθικὴ λοβοτομημένου Εὐαγγελιστῆ, τοῦ τύπου «Ὀφθαλμὸν ἀντὶ ὀφθαλμοῦ…» ἢ ὅταν ὁλόκληρος ὁ Ἀστακὸς δὲν εἶναι παρὰ ἡ μονότονη πληκτικὴ ὑπενθύμιση τῆς ὑψιπετοῦς καὶ συγκλονιστικὰ εὑρηματικῆς σύλληψης, ὅτι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἶναι ζῶα ποὺ λειτουργοῦν μονάχα μὲ τὸ ἔνστικτο τῆς ἐπιβίωσης, τότε νομίζω ὅτι δικαιοῦσαι ὡς θεατὴς νὰ βγεῖς ἀπὸ τὰ ροῦχα σου ποὺ πέταξες δέκα εὐρὼ σὲ ἐποχὲς μεγάλης ἀνέχειας καὶ δυὸ ὧρες ἀπὸ τὶς πολυτίμητες τῆς ζωῆς σου γιὰ νὰ σοῦ προσβάλουν τὴ νοημοσύνη. Ἐκτὸς κι ἂν εἶσαι πεντάχρονο προσκοπάκι ἢ κατηχητικόπουλο καὶ προσανατολίζεσαι στὴ ζωή σου ἀκολουθώντας εὐλαβικὰ σοφολογιότατες συνταγὲς ὅπως «κάνε τὸ καλὸ καὶ ρίξ’ το στὸ γιαλό», τὴν ἀντεστραμμένη trendy κυνικὴ παραλλαγή του «κάνε τὸ κακό…» ἢ διαφημιστικὲς κατηγορικὲς προσταγὲς τοῦ τύπου «ἀπόλαυσε τὴ στιγμή».

Ἐν ὀλίγοις, ἡ ἐγκεφαλικότητα καὶ τὰ κλισὲ ὅπως π.χ. τὸ κλισὲ τῆς ζωομορφίας ἢ τῆς δυστοπίας δὲν ἀρκοῦν γιὰ νὰ κάνει κανεὶς μία καλὴ ταινία. Ἀρκεῖ νὰ συγκρίνει τὸν Ἀστακὸ μὲ τὸ ἀριστουργηματικὸ κινηματογραφικὸ ἔργο τοῦ Terry Gilliam Brazil, τὸ ὁποῖο δὲν ἔχει πάρει οὔτε μία ρυτίδα ἀπὸ τὸ 1985, ἕνα ἔργο ποὺ παίζει μὲ τὰ ἴδια μοτίβα τῆς δυστοπίας, τοῦ ὁλοκληρωτισμοῦ καὶ τὴν αὐταπάτη ἢ τὸ ἀνέφικτο τοῦ εὐτυχισμένου ἔρωτα ἑνὸς ζευγαριοῦ, γιὰ νὰ καταλάβει τὴν ἰλιγγιώδη διαφορὰ μεταξὺ τοῦ Gilliam κι ἑνὸς σκηνοθέτη ποὺ δὲν πλάθει κινηματογραφικὴ γλώσσα, ἀλλὰ κινηματογραφικὰ ἄψογα στυλιζαρισμένα κλισέ, εἰκονογραφώντας ἕνα κείμενο τὸ ὁποῖο ὁ ἀναγνώστης μπορεῖ νὰ ἀποκρυπτογραφήσει πίσω ἀπὸ κάθε πλάνο. Ὅπως π.χ. ἡ ἐρωτευμένη ποὺ τυφλώνεται ὡς «ἀλληγορία» τοῦ τυφλοῦ μίσους τῆς ἀνέραστης ἀρχηγοῦ τῆς ἀγέλης καὶ ὡς κατ’ ἐξοχήν «ἀλληγορία» τοῦ ἔρωτα. Τὸ ξέρω ὅτι θὰ ἐκνευρίσω πολλοὺς καλοὺς φίλους, ἀλλὰ αὐτὸ ἀκριβῶς εἶναι τὸ εἰδοποιὸ χαρακτηριστικό του ἀτάλαντου.

Μετὰ τὸν θυμὸ καὶ τὴν ἀνία, τελευταία ἔρχεται καὶ σὲ καταπλακώνει ἡ ἀπελπισία. Ἀκριβῶς ἐπειδὴ τὸ πιὸ ὀδυνηρὸ ἀπ’ ὅλα, εἶναι τελικὰ ὅτι ὁ Λάνθιμος δὲν ἔχει τίποτα νὰ πεῖ διότι ἁπλούστατα δὲν μπῆκε ποτὲ στὸν κόπο (ἢ δὲν αἰσθάνθηκε τὴν ὑπαρξιακὴ ἀνάγκη) νὰ ψάξει νὰ βρεῖ τίποτα δικό του. Ἀκριβῶς ἐπειδὴ τὸ δικό του θὰ τὸ ἔβρισκε στὸν τόπο του, τὸν ὁποῖο ὅμως τόσοβαθιὰ περιφρονεῖ. Κι ὅταν λέμε ἔχω κάτι νὰ πῶ, σημαίνει ὅτι ἔχω ἀρχίσει κάτι νὰ ψυχανεμίζομαι γιὰ τὸ ποιὸς εἶμαι. Καὶ τὸ ποιὸς εἶμαι δὲν εἶναι φυσικὰ θέμα ἀτομικῆς ἐπιλογῆς ὅπως πασχίζει νὰ μᾶς πείσει ὁ παγκοσμιοποιημένος πολιτισμὸς τῆς καταναλωτικῆς εὐωχίας. Ὁ καταρρέων πολιτισμὸς τῆς τσιχλόφουσκας καὶ τοῦ application. Τὸ ποιὸς εἶμαι εἶναι συνάρτηση τοῦ ἀπὸ ποῦ κρατάει ἡ σκούφια μου, δηλαδὴ τοῦ τί γάλα ἔχω βυζάξει (γιατί ἀκριβῶς ὑπάρχουν λογιῶν λογιῶν γάλατα ὅπως σοφὰ μᾶς δίδαξε ὁ πολὺς Πάουλ Τσέλαν). Μ’ ἄλλα λόγια, τοῦ ἀπὸ ποῦ καὶ πῶς ἐκκινήσαμε καὶ τί ἔγινε καὶ φτάσαμε σήμερα νὰ εἴμαστε ἡ κοινωνία ποὺ εἴμαστε, ἡ κοινωνία ποὺ μὲ δεξιώνεται προσδιορίζοντάς με. Τὸ ποιὸς εἶμαι εἶναι τὸ ἀπερινόητο ἐρώτημα ποὺ θέτει στὸ Ἀρκαδία Χαῖρε ὁ συγκλονιστικὸς δημιουργὸς Φίλιππος Κουτσαφτής, ὁ ὁποῖος μέσα ἀπὸ τὴν βαθιὰ προσωπικὴ καὶ γι’ αὐτὸ τόσο οἰκουμενικὴ προσέγγιση τοῦ ἐρωτήματος, μᾶς βοηθάει νὰ ζήσουμε, δηλαδὴ νὰ ἀντέξουμε τὸ παρόν. Τὸ ἀχαμνὸ ἐδῶ καὶ τώρα, ποὺ σκηνοθέτες σὰν τὸν Λάνθιμο ὑποτιμοῦν, ἐνῶ ἐξακολουθοῦν νὰ μπερδεύουν παιδαριωδῶς τὸ προσωπικὸ μὲ τὸ ὀμφαλοσκοπικό.

Μπορεῖς καὶ νὰ γυρίσεις τὴν πλάτη στὸν τόπο (σου). Θὰ πρέπει ὅμως νὰ ἔχεις περάσει ἀπὸ τὸ τοπικὸ γιὰ νὰ φτάσεις κάποτε στὸ οἰκουμενικό, τὸ τοπικὸ μεῖον τοὺς τοίχους, ὅπως τὸ ὀνόμαζε ὁ Πορτογάλος συγγραφέας Μιγκὲλ Τόργκα. Γιὰ νὰ ὑπερβεῖς ὅμως τὴν ἐντοπιότητα, πρέπει νὰ διαθέτεις τὸ ἰλιγγιῶδες ἀνάστημα τοῦ ἀνθρώπου ποὺ ταπεινώνεται ἀναστοχαζόμενος τὸ ντόπιο, (δηλαδὴ μία στοιχειώδη φρόνηση) κι ὄχι τὴν σιγουριὰ τοῦ οἰηματία, ποὺ προχωράει μὲ τὴν περιφρόνηση.

Οἱ ταινίες τοῦ Λάνθιμου ἐμφανίζονται πολὺ ἑτεροχρονισμένα. Ὡς λειτουργικὰ ἀναλφάβητη κοινωνία ποὺ ἔχει ξεχάσει τὴν ἀνάγνωση ἢ ἁπλῶς καὶ μόνο ἐπειδὴ αὐτὸ μᾶς ζητοῦν ἐπιτακτικὰ τραβώντας μας ἀπὸ τὸ μανίκι οἱ μεγαλέμποροι τῆς παγκόσμιας πολιτιστικῆς παραγωγῆς, τὶς στολίσαμε μὲ τὸ ταμπελάκι τῆς κρίσης. Κι ἐπειδή, δῆθεν καὶ τάχα μου, ὁ καλλιτέχνης δὲν δύναται νὰ ἀσχοληθεῖ μὲ τὴ χυδαιότητα τοῦ παρόντος (τὸ χύδην τοῦ πράγματος τὸν ἀνατριχιάζει) ἡ κρίση παρουσιάζεται διαθλασμένη (τάχα μου πάλι ὡς ἐν ἐσόπτρῳ καὶ ἐν αἰνίγματι) ὡς ἀντανάκλαση στὸν βοσκηματώδη ψυχισμὸ τῶν ἡρώων ποὺ λειτουργοῦν εἴτε μὲ τὸν ἐργαλειακὸ αὐτοματισμὸ τῆς μηχανῆς, εἴτε μὲ τὸν ἐνστικτώδη τοῦ ζώου. Μόνο ποὺ ὅπως συμβαίνει μὲ τὸ σύνολο ἀλλὰ καὶ ὅλα τὰ ἐπιμέρους τοῦ Ἀστακοῦ, ἡ ἐτικέτα αὐτὴ δὲν εἶναι παρὰ ἕνα ἀκόμα προπέτασμα καπνοῦ, ἡ οὐρὰ ἑνὸς ἀκόμα πυροτεχνήματος ποὺ ἐξαντλήθηκε στὴ στιγμή. Στάχτη στὰ μάτια. Οἱ ταινίες τοῦ Λάνθιμου εἶναι οἱ ταινίες τοῦ κουλτουριάρη, ἀνήκουν στὸ κενὰ βερμπαλιστικὸ ἐκεῖνο εἶδος «τέχνης» ποὺ προσέδωσε τὸ προσωνύμιο «κουλτουριάρης» στὸν ἐντρυφώντα στά «μυστικά» της. Εἶναι ἡ «τέχνη» ποὺ ἱκανοποιεῖ τὴν ἀνάγκη τοῦ ἀμόρφωτου νεόπλουτου νεοέλληνα, ποὺ ἔπιασε (ξένα ἢ κλεμμένα, πάντως ἄκοπα) λεφτὰ στὰ χέρια καὶ κορδώνεται τὸν καμπόσο παριστάνοντας ΚΑΙ τὸν κουλτουριάρη. Ἡ τέχνη τοῦ ἀκάτεχου, τοῦ ἄπλυτου, ποὺ ἔφτυνε τὴν ψαρόσουπα τῆς μάνας του καὶ ποὺ σήμερα αἰσθάνεται ξαφνικὰ ἄνδρας περιωπῆς μπροστὰ στὴν χρυσοπληρωμένη ἀστακομακαρονάδα τῆς Μυκόνου. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ δέχεται (ἐπειδὴ ἀκριβῶς κι ἐκεῖνος ἔγινε ὅ,τι ἔγινε πουλώντας) φύκια γιὰ μεταξωτὲς κορδέλες. Ἐν ὀλίγοις ἂν ἀναγνωρίζουμε κάτι ἀπ’ τὸν ἑαυτό μας στὸ weird wave of Greek cinema, αὐτὸ δὲν εἶναι ἡ θεματικὴ τῆς νοσηρῆς συντηρητικῆς οἰκογένειας ἢ ἡ κοινωνικὴ δυστοπία, ἀλλὰ τὸ πρόσωπο τῆς παρακμῆς μας.

Ἐξ οὗ καὶ ἡ καλλιτεχνική μας πρόταση ὡς χώρας, μὲ τὴν ὁποία δείχνουμε νὰ ταυτιζόμαστε συλλογικά, εἶναι ἐντελῶς φυσικὰ ὁ Λάνθιμος, ἡ Τσαγκάρη καὶ ὁ Ἀβρανᾶς. Ὁ Λάνθιμος ἕνας ἀκόμα ἀπὸ τοὺς ἐπώνυμους τῆς γενιᾶς μου ποὺ μὲ κάνει νὰ αἰσθάνομαι βαθιὰ ντροπὴ γιὰ αὐτὴν ἀκριβῶς τὴ γενιά. Γιατί εἶναι ὁ ἄνθρωπος ποὺ ὄχι ἁπλῶς δὲν πῆρε (ἢ δὲν ἐνδιαφέρθηκε νὰ πάρει) μυρωδιὰ γιὰ τὶς αἰτίες τῆς παρακμῆς ποὺ μᾶς μαστίζει, ἀπειλώντας νὰ μᾶς ἀποτελειώσει, ἀλλὰ ὁ εὐφυὴς καὶ μορφωμένος ἐκεῖνος καλλιτέχνης ποὺ ἐφευρίσκει εὐφάνταστους (ὅσο κι ἀπεχθεῖς) τρόπους γιὰ νὰ τὴν ἀνανεώσει καὶ νὰ τὴν διαιωνὶσει.
 
 
__________________________________
Από το τελευταίο τεύχος (Νο 17) του λογοτεχνικού περιοδικού Οροπέδιο
 
 * Ο Σπύρος Γιανναράς γεννήθηκε το 1972 στην Αθήνα. Σπούδασε γαλλική φιλολογία και θεωρία της λογοτεχνίας στο Παρίσι. Εργάστηκε για δέκα χρόνια στην εφημερίδα Καθημερινή γράφοντας κείμενα (κυρίως για το βιβλίο, τη φωτογραφία και τα εικαστικά) και παίρνοντας συνεντεύξεις από Έλληνες και ξένους συγγραφείς. Έχει συνεργαστεί με αρκετά λογοτεχνικά περιοδικά, όπως η "Νέα Εστία", το "Εντευκτήριο", η "Ευθύνη", το "Φρέαρ", "L'atelier du roman" κ.ά., δημοσιεύοντας κυρίως βιβλιοκριτικές και διηγήματα. Ασχολείται με την κριτική βιβλίου και τη μετάφραση. Έχει μεταφράσει Pierre Assouline, Paul Auster, Laurent Mauvignier, Michel
Houellebecq.
_____________________________
 
 
 
 

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Μπορεί να μην μάθαμε πολλά για τον Λάνθιμο (τον οποίο άλλωστε έχουμε γραμμένο), αλλά μάθαμε πάρα πολλά για τα κόμπλεξ και την ημιμάθεια του αρθρογράφου.

2000 λέξεις για να μας πεί τι παραγνωρισμένη μεγαλοφυία είναι ο ίδιος.

navarino-s είπε...

Φίλε Ανώνυμε όχι μόνο συμφωνώ απόλυτα μαζί σου αλλά και επαυξάνω. Έβαλα το κείμενο μόνο για τα περί Λάνθιμου κθώς δεν έχω δει καμιά του ταινία. Γέρασα στις σκοτεινές αίθουσες και επειδή έχω φάει πολλούς λάνθιμους στη μάπα, από διαίσθηση και μόνο με τα "ήξεις-αφίξεις" των κριτικών, κατάλαβα κάποια πράγματα.